Η σχετική μελέτη διεξήχθη σε 3.200 οκτάχρονα παιδιά από το Μεξικό.
Προγενέστερες μελέτες έχουν δείξει ότι η βραχυπρόθεσμη έκθεση στην ατμοσφαιρική ρύπανση σχετίζεται με αναστρέψιμα προβλήματα της πνευμονικής λειτουργίας.
Ωστόσο, οι συνέπειες της μακροπρόθεσμης έκθεσης εξακολουθούν να αποτελούν αντικείμενο μελέτης.
Όπως έγραψαν η δρ Ισαμπέλε Ρομιέ και οι συνεργάτες της, η νέα μελέτη αποκάλυψε σημαντικά ελλείμματα στην πνευμονική ανάπτυξη όσων παιδιών εκτίθεντο καθημερινά και επί χρόνια στους ατμοσφαιρικούς ρύπους.
Το χειρότερο, όμως, είναι ότι οι διαταραχές της ανάπτυξης των πνευμόνων ανοίγουν τον δρόμο για την εκδήλωση αργότερα στη ζωή χρόνιας αποφρακτικής πνευμονοπάθειας και ποικίλων καρδιαγγειακών προβλημάτων, σύμφωνα με τους ερευνητές.
Το αν οι βλάβες που παρατηρήθηκαν στους πνεύμονες των παιδιών είναι αναστρέψιμες ή όχι, δεν έχει εξακριβωθεί ακόμα.
Για τους σκοπούς της μελέτης, οι επιστήμονες υπέβαλλαν τα παιδιά σε εξετάσεις πνευμονικής λειτουργίας και κατέγραψαν την έκθεσή τους σε τρεις κοινούς ρύπους: στο όζον (Ο3), στο διοξείδιο του αζώτου (NO2) και στα μικροσκοπικά αιωρούμενα σωματίδια (PM10).
Κατά την έναρξη της μελέτης και σε κάθε φάση παρακολούθησης που ακολούθησε, τα παιδιά που εκτίθεντο σε χαμηλότερα επίπεδα όζοντος και αιωρούμενων σωματιδίων είχαν καλύτερες τιμές στις εξετάσεις πνευμονικής λειτουργίας σε σύγκριση με όσα εισέπνεαν υψηλά επίπεδα των ρύπων αυτών, έγραψαν οι ερευνητές.
Και συμπλήρωσαν ότι οι συνέπειες της ατμοσφαιρικής ρύπανσης στον επονομαζόμενο μέγιστο εκπνεόμενο όγκο σε ένα δευτερόλεπτο (συμβολίζεται FEV1 και αποτελεί δείκτη της πνευμονικής λειτουργίας – ήταν χειρότερες στα παιδιά της μελέτης απ’ όσο η έκθεσή τους στον καπνό από τα τσιγάρα των γονιών τους!
ΠΗΓΗ: ANA - MPA